- αποπυρηνικοποιώ
- αποπυρηνικοποίησα, αποπυρηνικοποιήθηκα, αποπυρηνικοποιημένος, αφαιρώ, απομακρύνω, αποκλείω τα πυρηνικά όπλα από μια περιοχή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.